- συνόδοις
- σύνοδος 1masc/fem dat plσύνοδος 2assemblyfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνόδοις — συνόδοις , σύνοδος 1 masc/fem dat pl συνόδοις , σύνοδος 2 assembly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TYRANNUS — I. TYRANNUS Graece Τύραννος, nomen ignotum olim, praeterquam Aeschylo, Prometheô vinctô, Ε῎νεςτι γὰρ πῶς τοῦτο τῇ τυραννίδι Νόσημα, τοῖς φίλοισιν οῦ πεπονθέναι. et ante ipsum Archilocho, uti Scholiastes Aeschyli ad hl. l. docer. Significabat… … Hofmann J. Lexicon universale
σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… … Dictionary of Greek
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek